- κουκκίδα
- [кукида] ουσ. θ. грош инка
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
κουκκίδα — και κουκίδα, η 1. στίγμα 2. το σημείο τής τελείας 3. φρ. «τρεις κουκκίδες» το σημείο τὼν αποσιωπητικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκκίδα (ορθτ. αντί κουκίδα) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος, με κώφωση τού ο ] … Dictionary of Greek
καταστιγής — καταστιγής, ές (Α) κατάστικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στιγής (< στίγος «κουκκίδα»), πρβλ. α στιγής, περι στιγής] … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek